Δυσκολευόμουν πολύ να κοιμηθώ. Το κεφάλι μου γέμιζε με άσχημες σκέψεις τα βράδια, γέμιζε με νεκρούς και μοναξιά, κι εγώ ήθελα να κρατηθώ για όσο μπορούσα ξύπνιος, να μην πέσω στον μικρό λήθαργο, που μοιάζει πάντα τόσο πολύ με τον θάνατο. Με νύχια και με δόντια κρατιόμουν κάθε βράδυ για να μην με πάρει ο ύπνος, το σώμα μου είχε κουραστεί πια. Φάρμακα, βότανα, διάφορα ματζούνια, τίποτα δεν έπιανε.
Όμως μια νύχτα, διαβάζοντας ξεχασμένα βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού, βρήκα ένα κιτρινισμένο χαρτί με χυμένο μελάνι και στάμπα από τον πάτο ποτηριού.
«Ασκήσεις ύπνου» έγραφε πάνω-πάνω. Ήξερα πως ο πατέρας μου είχε δυσκολίες με τον ύπνο για πολλά χρόνια και πως έπινε αλκοόλ για να αντέξει.
Μεταξύ άλλων, ανάμεσα σε μπερδεμένες σημειώσεις και λεκέδες, έγραφε:
1. Μην φας τίποτα μετά το ηλιοβασίλεμα. Ο ύπνος θέλει άδειο στομάχι και βαρύ κεφάλι.
2. Άναψε κερί. Όχι ρεύμα. Το ρεύμα βγάζει ήχους, υπόκοφους, σε συχνότητες που δεν πρέπει ν' ακούγονται.
3. Βάλε το δεξί παπούτσι κάτω απ’ το κρεβάτι σου, εκεί που είναι το μαξιλάρι.
4. Αν δεις νερό στο όνειρο, μην το πιεις.
5. Πες το πριν ξαπλώσεις, στον καθρέπτη:
«Κλείνω τα μάτια. Δεν θυμάμαι. Αφήνω τις σκέψεις, αφήνω κι εμένα. Ό,τι μένει κοιμάται.»
6. Μη γυρίσεις πλευρό πριν περάσουν τρία λεπτά. Ακόμα κι αν νιώσεις χέρια να αγγίζουν την πλάτη σου.
7. Μόλις ξεχάσεις τον θάνατο θα κοιμηθείς, μπορεί να πάρει ως και τρεις νύχτες.
Πράγματι, το τρίτο βράδυ άκουσα το σώμα μου να ροχαλίζει.
Εγώ ήμουν ακόμα ξύπνιος, κάτω απ' το κρεβάτι.